Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με αντίστοιχες του παρελθόντος, να μαθαίνουν όσα ηχηρά συμβαίνουν στον πλανήτη ή στο στενό εθνικό τους περιβάλλον, σχεδόν σε πρώτο χρόνο. Η τηλεοπτική μάχη της είδησης έχει γίνει από απλά άμεση, βίαιη, ορμητική και συχνά σαρκοβόρα, γιατί πάνω στην ταχύτητα μετάδοσης και στην πρωτοτυπία παρουσίασης ενός γεγονότος στηρίζει την επιβίωσή του ο πολυδάπανος και πανάκριβος τηλεοπτικός χρόνος. Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν έχει κατηγορηθεί και αγαπηθεί όσο η τηλεόραση, ώστε μπορούμε σχεδόν με βεβαιότητα να πούμε ότι η σχέση του μέσου με τον πολίτη είναι σχέση νοσηρά παθιασμένου έρωτα.
Αυτός ακριβώς ο έρωτας του κοινού αποτελεί για την τηλεόραση πηγή άκριτης δύναμης, αφού τελικά την επιλέγουμε ακόμα και τη στιγμή που κατακρίνουμε τις τακτικές της, ή όταν αισθανόμαστε κορεσμένοι από τις αθέμιτες μεθόδους της, ή προβληματισμένοι μπροστά στην άποψή της περί ηθικής και δικαίου. Είναι σαφές ότι η τηλεόραση πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση αυτοκριτικής και ελέγχου προκειμένου να προσεγγίσει την έννοια του αψεγάδιαστου μέσου μα όσα αρνητικά χαρακτηριστικά της κι αν διαγνώσει κανείς , ακυρώνονται μπροστά σε δύο θετικά της σημεία που αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο τη βάση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας: Το πρώτο είναι η υποχρέωση του πολίτη στην ενημέρωση, άρα τη γνώση ( το να αναζητώ την αλήθεια αποτελεί καθήκον μου) και δεύτερο το δικαίωμα του πολίτη στην επιλογή. Όσο η σχέση του μέσου με τον δέκτη φαίνεται ότι καθορίζεται από το τηλεκοντρόλ, κάθε άλλη κριτική παραμένει χωρίς ουσία, γιατί στο τέλος το επιχείρημα του κρινόμενου μέσου είναι ακλόνητο και ως ένα βαθμό ορθό: «είμαι ό,τι μου ζητούν να είμαι».
Φυσικά, η άποψη αυτή περικλείει μια μεγάλη ανακρίβεια που λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος είναι επικίνδυνη: Η φράση «είμαι ότι μου ζητούν να είμαι» θα ήταν απόλυτα σωστή αν η τηλεόραση ήταν εντελώς άψυχη, χωρίς την ανθρώπινη δραστηριότητα. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει ώστε το επιχείρημα «είμαι αυτό που μου ζητούν να είμαι» είναι τόσο ορθό, όσο θα ήταν σε άλλη περίπτωση το επιχείρημα «πουλώ ναρκωτικά γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τα ζητούν» ή «διακινώ εικόνες παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο γιατί αυτό μου ζητούν να κάνω»! Φυσικά στις άλλες δύο περιπτώσεις η δήλωση αυτή ακούγεται εξοργιστική γιατί τα εγκλήματα είναι προφανή, ή γιατί κανένας έμπορος ναρκωτικών και κανένας παιδόφιλος μέχρι στιγμής δεν είχε το θράσος να ξεστομίσει δημόσια μια τέτοια δικαιολογία, ή απλά εξαιτίας της έλλειψης αυτοκριτικής και ήθους όταν δεν υπάρχει ο φόβος του νόμου. Είναι ωστόσο ανάλογης (και μάλιστα κατά την εντελώς προσωπική μου γνώμη ηθικά ίσης) βαρύτητας γιατί η τηλεόραση έχει τη δύναμη να προβάλλει ή να ενταφιάσει τον πολιτισμό, ή την χυδαιότητα, άρα να προωθήσει την εξέλιξη ή την παρακμή της κοινωνίας. Όταν επομένως οι άνθρωποι της τηλεόρασης αποποιούνται το δικαίωμά τους να είναι άνθρωποι, με το φτηνό επιχείρημα «δίνουμε αυτό που ο κόσμος ζητά» (ανάλογο του αρχέγονου επιχειρήματος η Εύα με ηπάτησε) το βάρος της βελτίωσης του μέσου πέφτει στον τηλεθεατή κι αυτό είναι μια ευθύνη που η κοινωνία δε φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη ούτε να επιθυμεί να αναλάβει.
Οι τηλεθεατές επιμένουμε να εμπιστευόμαστε για την ενημέρωση ή τη διασκέδασή μας (η λέξη ψυχαγωγία προϋποθέτει ένα δουλεμένο και υψηλού επιπέδου μέσο) μια τηλεόραση που τελικά δεν μπαίνει στη διαδικασία της αυτοκριτικής και που στηρίζει την βελτίωσή της στην ευαισθησία ενός απρόσωπου, αδιάφορου απαίδευτου και βολεμένου στην ανωνυμία του, πλήθους. Είναι σαφές ότι ο πολίτης της μη- παιδείας δεν μπορεί ως τηλεθεατής να ασκήσει έμπρακτα κριτική σε ότι ακυρώνει την αξιοπρέπειά του, γιατί με αφέλεια πιστεύει ότι μπορεί μυστικά να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα εξευτελιστικό, αφού κανένας δε θα το μάθει. Μπορεί σε μια παρέα ως επώνυμο μέλος μιας κοινωνίας να καταδικάζει ένα show που απειλεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά όταν μένει μόνος στην ανωνυμία του ιδιωτικού του χώρου, παύει να σκέφτεται ως πολίτης και λειτουργεί ως ηδονοβλεψίας χωρίς να καταλαβαίνει ότι σ’ αυτή ακριβώς τη μυστική τακτική του ηδονοβλεψία που ικανοποιεί την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, αλλά καταργεί τον πολιτισμό, στηρίζεται η μισάνθρωπη τηλεόραση που έχουμε. Επιπλέον ο πολίτης που είναι πολίτης μόνο όταν είναι τηλεθεατής, διαμορφώνει την πραγματικότητα, μόνο στο βαθμό που οι (αρνούμενοι την ευθύνη τους) τηλεοπτικοί άνθρωποι την παρουσιάζουν.
Αυτός ακριβώς ο έρωτας του κοινού αποτελεί για την τηλεόραση πηγή άκριτης δύναμης, αφού τελικά την επιλέγουμε ακόμα και τη στιγμή που κατακρίνουμε τις τακτικές της, ή όταν αισθανόμαστε κορεσμένοι από τις αθέμιτες μεθόδους της, ή προβληματισμένοι μπροστά στην άποψή της περί ηθικής και δικαίου. Είναι σαφές ότι η τηλεόραση πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση αυτοκριτικής και ελέγχου προκειμένου να προσεγγίσει την έννοια του αψεγάδιαστου μέσου μα όσα αρνητικά χαρακτηριστικά της κι αν διαγνώσει κανείς , ακυρώνονται μπροστά σε δύο θετικά της σημεία που αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο τη βάση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας: Το πρώτο είναι η υποχρέωση του πολίτη στην ενημέρωση, άρα τη γνώση ( το να αναζητώ την αλήθεια αποτελεί καθήκον μου) και δεύτερο το δικαίωμα του πολίτη στην επιλογή. Όσο η σχέση του μέσου με τον δέκτη φαίνεται ότι καθορίζεται από το τηλεκοντρόλ, κάθε άλλη κριτική παραμένει χωρίς ουσία, γιατί στο τέλος το επιχείρημα του κρινόμενου μέσου είναι ακλόνητο και ως ένα βαθμό ορθό: «είμαι ό,τι μου ζητούν να είμαι».
Φυσικά, η άποψη αυτή περικλείει μια μεγάλη ανακρίβεια που λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος είναι επικίνδυνη: Η φράση «είμαι ότι μου ζητούν να είμαι» θα ήταν απόλυτα σωστή αν η τηλεόραση ήταν εντελώς άψυχη, χωρίς την ανθρώπινη δραστηριότητα. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει ώστε το επιχείρημα «είμαι αυτό που μου ζητούν να είμαι» είναι τόσο ορθό, όσο θα ήταν σε άλλη περίπτωση το επιχείρημα «πουλώ ναρκωτικά γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τα ζητούν» ή «διακινώ εικόνες παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο γιατί αυτό μου ζητούν να κάνω»! Φυσικά στις άλλες δύο περιπτώσεις η δήλωση αυτή ακούγεται εξοργιστική γιατί τα εγκλήματα είναι προφανή, ή γιατί κανένας έμπορος ναρκωτικών και κανένας παιδόφιλος μέχρι στιγμής δεν είχε το θράσος να ξεστομίσει δημόσια μια τέτοια δικαιολογία, ή απλά εξαιτίας της έλλειψης αυτοκριτικής και ήθους όταν δεν υπάρχει ο φόβος του νόμου. Είναι ωστόσο ανάλογης (και μάλιστα κατά την εντελώς προσωπική μου γνώμη ηθικά ίσης) βαρύτητας γιατί η τηλεόραση έχει τη δύναμη να προβάλλει ή να ενταφιάσει τον πολιτισμό, ή την χυδαιότητα, άρα να προωθήσει την εξέλιξη ή την παρακμή της κοινωνίας. Όταν επομένως οι άνθρωποι της τηλεόρασης αποποιούνται το δικαίωμά τους να είναι άνθρωποι, με το φτηνό επιχείρημα «δίνουμε αυτό που ο κόσμος ζητά» (ανάλογο του αρχέγονου επιχειρήματος η Εύα με ηπάτησε) το βάρος της βελτίωσης του μέσου πέφτει στον τηλεθεατή κι αυτό είναι μια ευθύνη που η κοινωνία δε φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη ούτε να επιθυμεί να αναλάβει.
Οι τηλεθεατές επιμένουμε να εμπιστευόμαστε για την ενημέρωση ή τη διασκέδασή μας (η λέξη ψυχαγωγία προϋποθέτει ένα δουλεμένο και υψηλού επιπέδου μέσο) μια τηλεόραση που τελικά δεν μπαίνει στη διαδικασία της αυτοκριτικής και που στηρίζει την βελτίωσή της στην ευαισθησία ενός απρόσωπου, αδιάφορου απαίδευτου και βολεμένου στην ανωνυμία του, πλήθους. Είναι σαφές ότι ο πολίτης της μη- παιδείας δεν μπορεί ως τηλεθεατής να ασκήσει έμπρακτα κριτική σε ότι ακυρώνει την αξιοπρέπειά του, γιατί με αφέλεια πιστεύει ότι μπορεί μυστικά να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα εξευτελιστικό, αφού κανένας δε θα το μάθει. Μπορεί σε μια παρέα ως επώνυμο μέλος μιας κοινωνίας να καταδικάζει ένα show που απειλεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά όταν μένει μόνος στην ανωνυμία του ιδιωτικού του χώρου, παύει να σκέφτεται ως πολίτης και λειτουργεί ως ηδονοβλεψίας χωρίς να καταλαβαίνει ότι σ’ αυτή ακριβώς τη μυστική τακτική του ηδονοβλεψία που ικανοποιεί την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, αλλά καταργεί τον πολιτισμό, στηρίζεται η μισάνθρωπη τηλεόραση που έχουμε. Επιπλέον ο πολίτης που είναι πολίτης μόνο όταν είναι τηλεθεατής, διαμορφώνει την πραγματικότητα, μόνο στο βαθμό που οι (αρνούμενοι την ευθύνη τους) τηλεοπτικοί άνθρωποι την παρουσιάζουν.
Βλέπει επομένως όλη την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή με την ίδια ευκολία με την οποία παρακολουθεί μια ταινία, γιατί τελικά η ζωή όπως την βλέπω από τον καναπέ του σαλονιού μου είναι ταινία. Έννοιες που για κάθε υγιή πολίτη αποτελούν αιτία επανάστασης (σκάνδαλο, διαφθορά, απάτη, κλεψιά, προσβολή της αξιοπρέπειας), για τον τηλεθεατή προκαλούν μια εικονική οργή που τελειώνει με το τέλος της εκπομπής και που φυσικά δεν τον ακολουθεί όταν η μικρή οθόνη κλείνει. Ο λόγος είναι ότι στην εποχή της βιασύνης και του φθηνού εντυπωσιασμού, μια υπόθεση παραμένει υπόθεση όσο φέρνει νούμερα τηλεθέασης: οι πυρόπληκτοι ήταν πυρόπληκτοι για τον τηλεθεατή όσο έκλαιγαν μπροστά στα καιόμενα σπίτια τους, ο σεισμός ήταν είδηση όσο έφταναν φωνές από τα ερείπια ως το σαλόνι μου και ο άνθρωπος που βλέπω να ξεφτιλίζεται μπροστά μου για να κερδίσει το χρηματικό έπαθλο, απλά δεν είναι αληθινός. Η δραματοποίηση της πραγματικότητας την κάνει εικονική γιατί ο τηλεθεατής για τον παρουσιαστή είναι ποσοστό, άρα μη- άνθρωπος και ο κάθε άνθρωπος στη μικρή οθόνη είναι για τον τηλεθεατή εικόνα άρα μη- άνθρωπος. Έχουμε δηλαδή δημιουργήσει μια τηλεόραση από μη- ανθρώπους σε μη- ανθρώπους, άρα βάζουμε στα σπίτια μας τους ανθρώπους της τηλεόρασης και όχι την τηλεόραση των ανθρώπων, δημιουργώντας μια πραγματικότητα που όσο αληθινή κι αν είναι, στα μάτια μας είναι ψεύτικη και εικονική και γι’ αυτό στη βάση της είναι ανήθικη.
Η ανηθικότητα στην τηλεόραση επομένως δεν ξεκινά από αυτό που τελικά φτάνει στον τηλεθεατή, αλλά από την άποψη που έχει ο πομπός για τον δέκτη και ο δέκτης για τον πομπό. Όσο η τηλεόραση ως σύνολο νοημόνων επαγγελματιών, δεν μπαίνει στον κόπο να σεβαστεί την αδυναμία του πλήθους να αντιδράσει και όσο το πλήθος συνεχίζει να λειτουργεί ως πρωτόγονο, βλακώδες πλήθος και όχι ως σύνολο νοημόνων πολιτών, το μέσο δε θα πείθει και ο δέκτης δε θα ενημερώνεται.
Εκτός αν αυτό σκοπίμως γίνεται, είναι ώρα να κάνουμε ένα πρώτο βήμα αντίδρασης, στηριγμένοι στην ικανότητα της κοινωνίας να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της, όπως πιστεύει και ο Μιχάλης Γκανάς με τους στίχους του:Η ανηθικότητα στην τηλεόραση επομένως δεν ξεκινά από αυτό που τελικά φτάνει στον τηλεθεατή, αλλά από την άποψη που έχει ο πομπός για τον δέκτη και ο δέκτης για τον πομπό. Όσο η τηλεόραση ως σύνολο νοημόνων επαγγελματιών, δεν μπαίνει στον κόπο να σεβαστεί την αδυναμία του πλήθους να αντιδράσει και όσο το πλήθος συνεχίζει να λειτουργεί ως πρωτόγονο, βλακώδες πλήθος και όχι ως σύνολο νοημόνων πολιτών, το μέσο δε θα πείθει και ο δέκτης δε θα ενημερώνεται.
…Έλα να βγούμε απ΄ το σπίτι
ξανά σε δρόμους και πλατείες
πάρε και τα παιδιά μαζί σου
εδώ, στο χείλος της αβύσσου
κι άφησε μόνη στο τραπέζι
την τηλεόραση να παίζει
Να δείχνει έγχρωμο τον πόνο
δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο
Να δείχνει φονικά και φλόγες
τσόντες πολιτικούς και ρώγες
ενώ εμείς θα ‘χουμε φτάσει
στο σταυροδρόμι του εξήντα
Με τα παιδάκια μας στον ώμο
για να μας δείχνουνε το δρόμο…
Μάρω Σιδέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου