Απόγονοι των αρχαίων Λακώνων, που ζουν στην Αρκαδία και μιλούν ακόμα μια αρχαία δωρική διάλεκτο.
«Τι λένε μπαμπά αυτοί οι άνθρωποι; Δεν τους καταλαβαίνω». «Είναι Τσάκωνες παιδί μου, μια φυλή ανθρώπων που ζουν πίσω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος κοντεύει να πάει στο φεγγάρι κι αυτοί μιλούν ακόμα τσακώνικα. Δεν βρίσκεται κάποιος να τους μάθει ελληνικά; Απορώ πότε επιτέλους θα έρθει η εξέλιξη σ’ αυτόν τον τόπο».
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1950, μέσα σε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αρκαδίας, που εκτελεί το δρομολόγιο Τρίπολη-Λεωνίδιο. Ανάμεσα στους επιβάτες είναι μια οικογένεια της Τρίπολης, που πηγαίνει για θαλασσινά μπάνια στον Τυρό Κυνουρίας, και μερικοί αγρότες από τα τσακώνικα χωριά της περιοχής, που μιλούν μια ακατανόητη στους Τριπολιτσιώτες γλώσσα.
Ξεκίνησαν από τη Λακωνία
Η ιστορία των Τσακώνων στην Κυνουρία ξεκινάει τον 8ο μ.Χ. αιώνα, όταν οι επιδρομές των Σλάβων στην Πελοπόννησο ανάγκασαν πολλούς Λάκωνες να εγκαταλείψουν τους κάμπους της Λακωνίας για να γλιτώσουν.
Εξαιρετική η παραδοσιακή τσακώνικη αρχιτεκτονική.
Είχαν δύο επιλογές, είτε να καταφύγουν στα φραγκοκρατούμενα παράλια της νότιας Λακωνίας, είτε να αναζητήσουν πιο ασφαλή πατρίδα στα βουνά. Έτσι, ένα κύμα κατέφυγε στη Μονεμβασιά και ένα άλλο στον απροσπέλαστο Πάρνωνα. Οι ασυμβίβαστοι με κάθε ιδέα υποταγής στους Φράγκους, που προτίμησαν τον Πάρνωνα, μετονομάστηκαν σταδιακά από Λάκωνες σε Εξωλάκωνες, όρος που με το πέρασμα των αιώνων παραφράστηκε σε Τσάκωνες.
Οι Τσάκωνες διαθέτουν ιδιαίτερη ευστροφία, πείσμα και προσήλωση στους στόχους που βάζουν. Μπαίνει μια ιδέα στο μυαλό τους και δεν ησυχάζουν αν δεν την εκπληρώσουν. Επίσης, αλλάζουν δύσκολα γνώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκχριστιανίστηκαν το 1.000 μ.Χ., καθώς πίστευαν ακόμα στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Όταν, όμως, έγιναν χριστιανοί δήλωσαν ότι ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια δεν θα αλλαξοπιστήσουν.
Κάθε Πάσχα στο Λεωνίδιο οι Τσάκωνες στέλνουν μηνύματα στον ουρανό με αυτοσχέδια αερόστατα και συναγωνίζονται μέχρις εσχάτων ποιος θα φτιάξει το καλύτερο και πόσο ψηλά θα φτάσει. Τη Μεγάλη Παρασκευή οι τρεις γειτονιές του Λεωνιδίου, Στάι, Σίο και Κοίλασο, αντί να ειρηνεύσουν, πολεμούν ποιος θα ανεβάσει τον Επιτάφιο πιο ψηλά. Ανεβαίνουν οι πιστοί της κάθε ενορίας ο ένας στον ώμο του άλλου σαν τους ακροβάτες και φτάνουν τον Επιτάφιο στα ύψη.
Οι Τούρκοι τούς έτρεμαν
Η σχεδόν αδύνατη πρόσβαση στην ορεινή Κυνουρία επί τουρκοκρατίας και οι φήμες για μια ανυπόταχτη και γεροδεμένη φυλή στα βουνά, εξήρε τη φαντασία των Τούρκων κατακτητών. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που περιγράφει το 1668 ο φημισμένος Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή,
Τσακώνικη πινακίδα που καλωσορίζει τους επισκέπτες στον Τυρό.
που ταξίδευε συχνά στην υπόδουλη Ελλάδα.
«Μεταξύ Μονεμβασίας και Ναυπλίου κατοικεί ένα έθνος με το όνομα Τσάκουνα. Η γλώσσα τους ούτε ελληνική ούτε ιταλική είναι. Η λαλιά τους είναι περίεργη και ο καθένας δεν την καταλαβαίνει. Είναι χριστιανοί ραγιάδες. Το κλίμα και τα νερά τους είναι θαυμάσια. Μερικές έγκυες γυναίκες κουβαλούν στις ράχες τους φορτία βάρους 200 οκάδων. Οι νεαροί και τα παλικάρια σηκώνουν 300-400 οκάδες. Είναι πολύ δυνατοί και γεροί αυτοί οι άπιστοι. Όλοι τους φορούν άσπρες κάπες με πλατιά μανίκια και φούντες με κρόσσια από λεπτό μετάξι. Όλοι, άντρες και γυναίκες, τυλίγουν τα κεφάλια τους με άσπρα φακιόλια. Έχουν μάτια μεγάλα, πρόσωπα πλατιά και φωνή που αντηχεί ηχηρά στα βουνά σαν θόρυβος βροντής».
Οι δάσκαλοι τους τιμωρούσαν
Οι Νεοέλληνες, που για να φτάσουν στην Κυνουρία πριν 40-50 χρόνια ταξίδευαν πολλές ώρες με παλιά λεωφορεία, στο χείλος κατακόρυφων γκρεμών πάνω από τη θάλασσα, είχαν σχηματίσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι Τσάκωνες είναι μια απομονωμένη φυλή του Πάρνωνα,
Ο Άνω Τυρός είναι αυθεντικό τσακώνικο χωριό.
που μιλάει μια ακατανόητη γλώσσα και δεν προσαρμόζεται εύκολα στη σύγχρονη εξέλιξη.
Ακόμα και το υπουργείο Παιδείας θεωρούσε μέχρι τη δεκαετία του 1960 περιθωριακή φυλή τους Τσάκωνες και είχε δώσει εντολή να απαγορεύεται η ομιλία της τσακώνικης γλώσσας στα σχολεία. «Κατσούα» έλεγαν τη γάτα τα παιδιά και «κούε» τον σκύλο, αλλά οι δάσκαλοι παραμόνευαν με τις βίτσες για να τα εμποδίσουν να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα. Θεωρούσαν φαίνεται ότι τα τσακώνικα ήταν μια ξένη γλώσσα και οι Τσάκωνες μια φυλή που απειλούσε τη φυλετική καθαρότητα των υπόλοιπων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, όμως, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, καθώς οι Τσάκωνες είναι απόγονοι των αρχαίων Λακώνων, που μιλούν μια δωρική διάλεκτο. Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι είναι απ’ ευθείας απόγονοι των Δωριέων και κατά συνέπεια πιο γνήσιοι Έλληνες από οποιουσδήποτε άλλους κατοικούν στην Ελλάδα.
Η γλώσσα τους χάνεται
Παρόλο που η τσακώνικη γλώσσα μιλιέται άπταιστα ακόμα και σήμερα από τους γεροντότερους στην Κυνουρία, οι νεότερες γενιές περισσότερο την κατανοούν και λιγότερο τη μιλούν. Σοβαρό πλήγμα στη διατήρηση της γλώσσας επέφερε και ο θάνατος των παππούδων, ιδιαίτερα της γιαγιάς, καθώς και η απομάκρυνση των παιδιών απ’ αυτούς λόγω μετακόμισης σε καινούργιο σπίτι. Χωρίς τσακώνικα παραμύθια και νανουρίσματα πώς να σωθεί η γλώσσα;
Πριν από κάθε γιορτή βάφουν με ασβέστη τις μάντρες και τα σοκάκια.
Σαν τυφώνας έπληξε την τσακώνικη γλώσσα και η σύγχρονη εξέλιξη, καθώς για όλα τα αντικείμενα της καθημερινής και οικιακής χρήσης, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι Τσάκωνες, υπήρχαν τσακώνικες λέξεις. Όταν, όμως, άλλαξαν αυτά τα αντικείμενα με την πάροδο του χρόνου και τη θέση τους πήραν καινούργια, δεν πρόλαβε να δημιουργηθεί νέο λεξιλόγιο. Ότι έτρωγαν κι ότι φόραγαν παλιά στην Τσακωνιά ήταν ντόπιο, ενώ σήμερα έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά τους ξενόφερτα αγαθά με παράξενα ονόματα, ούτε καν νεοελληνικά. Πώς να επιβιώσει μια αρχαία γλώσσα μέσα στον σύγχρονο λεκτικό κυκεώνα;
Μόνο τρεις δάσκαλοι μιλάνε σήμερα την τσακώνικη γλώσσα στο Λεωνίδιο και παρακαλάνε χωρίς αποτέλεσμα το Υπουργείο Παιδείας να τους αναθέτει να τη διδάξουν στους μαθητές τους. Δυστυχώς, απ' ότι φαίνεται, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει χώρος για τα απλά και αυτονόητα.
Πρόσφεραν στην πατρίδα
Οι Τσάκωνες επί τουρκοκρατίας βρήκαν διέξοδο στη θάλασσα και ανέπτυξαν μεγάλες εφοπλιστικές και εμπορικές δραστηριότητες. Από παθολογική αγάπη για την πατρίδα τους, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 προσέφεραν τα καράβια τους στον απελευθερωτικό αγώνα, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Αυτό, όμως, έγινε αιτία να φτωχύνουν, καθώς τα περισσότερα ναυάγησαν.
Ελάχιστοι οι νέοι που απέμειναν στα Μέλανα.
Δραστήριοι, εύστροφοι και πεισματάρηδες, οι Τσάκωνες εφοπλιστές κατέφυγαν μεταξύ 1830-35 στην Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και την Οδησσό, όπου ασχολήθηκαν με τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο σιταριού. Ήταν φημισμένα τότε τα τσακώνικα χλέπια (πλωτά καραβάνια) του Δούναβη. Καθώς, όμως, ήταν δύσκολο να έχουν διάρκεια οι επιχειρήσεις τους στα Βαλκάνια, λόγω των συνεχών εθνικών και πολιτικών ανακατατάξεων, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν οριστικά στην Κυνουρία και να ασχοληθούν με τις οικογενειακές περιουσίες τους.
Δείγμα της παλαιότερης οικονομικής και κοινωνικής ισχύος των Τσακώνων αποτελούν τα πολλά και εντυπωσιακά αρχοντικά σπίτια του Λεωνιδίου, τα οποία διατηρούν σαν κόρη οφθαλμού οι περισσότεροι από τους σημερινούς κατόχους τους.
Παράλληλα με τους Τσάκωνες έμπορους και εφοπλιστές, που όργωναν ξηρές και θάλασσες, οι Τσάκωνες αγρότες καλλιεργούσαν με πείσμα τα πετρώδη εδάφη στις πλαγιές του Πάρνωνα, σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και στέρησης. Τα παιδιά τους έμπαιναν σε καΐκι κάθε πρωί στον Τυρό και συχνά πάλευαν
Τα παιδιά καταλαβαίνουν τα τσακώνικα, αλλά τα μιλούν με δυσκολία. Στα σχολεία της περιοχής, δυστυχώς, δεν διδάσκονται τα τσακώνικα.
με τα κύματα μέχρι να αποβιβαστούν στην Πλάκα του Λεωνιδίου. Από εκεί πήγαιναν με τα πόδια κάμποσα χιλιόμετρα μέχρι το Λεωνίδιο όπου υπήρχε το σχολείο. Τα περισσότερα παιδιά ήταν ξυπόλητα, αλλά ακόμα κι αυτά που είχαν ελβιέλες δεν τις πατούσαν, αλλά τις έδεναν κορδόνι με κορδόνι και τις κρεμούσαν στο λαιμό για να μην τις λιώσουν.
Ζουν σε εννέα χωριά
Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι η Τσακωνιά δεν ταυτίζεται με ολόκληρη την Κυνουρία, καθώς μόνο το Λεωνίδιο, Καστάνιτσα, Πραστός, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας, Τυρός, Σαπουνακαίικα, Μέλανα και Πραγματευτής θεωρούνται 100% τσακώνικα χωριά. Από πολλούς Τσάκωνες κατοικούνται επίσης το Μεσόγειο και Παράλιο Άστρος, καθώς και τα Πούλιθρα, Κορακοβούνι και Χάραδρο.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣΠΗΓΗ: www.greecewithin.com