Η υπερ-απλούστευση των μεγάλων πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων δεν υπήρξε ποτέ ο καλύτερος τρόπος αναζήτησης και προβληματισμού στην πορεία διαμόρφωσης απαντήσεων στα τρέχοντα σοβαρά θέματα της ελληνικής πραγματικότητας. Η αναγνώριση τουναντίον της υπάρχουσας πολυπλοκότητας και η οικοδόμηση συλλογισμών και προτάσεων στο πλαίσιο των δυσκολιών και των αδιεξόδων, οδηγούν συνήθως σε ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις και περισσότερο υπεύθυνες τοποθετήσεις. Δεν είναι γνωστό κάτω από ποιες προϋποθέσεις επιλέγεται η μία ή η άλλη προσέγγιση. Η βιβλιογραφία πάντως, μας πληροφορεί για τη σχέση αυτών των τρόπων σκέψης και ανάλυσης αφενός με τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία, αφετέρου με τον ελιτισμό και την τεχνοκρατία.
Είναι πάντως ιδιαιτέρως ατυχές ότι στην πρόσφατη εσωτερική αντιπαράθεση στο ΠαΣοΚ προτιμήθηκε αποκλειστικά η πρώτη.
Παράδειγμα υπεραπλούστευσης εννοιών και προτάσεων αποτελεί το κείμενο των πέντε διακεκριμένων συνδικαλιστών του ΠαΣοΚ το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας πρόσφατα (16.10.07). Οπως και μέρος της δημόσιας συζήτησης των επίδοξων προέδρων του ΠαΣοΚ και των επιτελείων τους. Η αγωνία διατύπωσης μιας «αριστερής πρότασης» οδήγησε στην απαρίθμηση υπερβολικά απλουστευτικών προτάσεων, οι οποίες δεν είναι αριστερές γιατί δεν είναι πραγματικές, ουσιαστικές και τοποθετημένες στα σύγχρονα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν μπορούν ως εκ τούτου να υλοποιηθούν. Είμαστε ευτυχώς ως χώρα της ΕΕ σε κάπως προχωρημένο στάδιο κοινωνικού πολιτισμού και έτσι οι υποσχέσεις, η παροχολογία και τα συνθήματα για μη προνομιούχους Ελληνες και κοινωνικό ΠαΣοΚ δεν πείθουν, δεν μπορούν να συγκινήσουν και να προσελκύσουν. Οι λόγοι είναι πολλοί, πασίγνωστοι και προκύπτουν εμμέσως από τους παρακάτω ενδεικτικούς συλλογισμούς:
1. Η «διανομή και αναδιανομή του πλούτου» έχει μια βασική και θεμελιώδη προϋπόθεση: την παραγωγή και τη δημιουργία του πλούτου. Η θέση μας στην ΕΕ επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία και προσαρμογή σε κανόνες που δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Είναι βασική προϋπόθεση για όποιον υπόσχεται σήμερα διανομή, αναδιανομή και φορολόγηση του πλούτου να αποδείξει ότι αυτός ο πλούτος υπάρχει. Να τεκμηριώσει πώς θα ενεργοποιηθούν στην πράξη οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια χώρα η οποία φθίνει οικονομικά, δεν παράγει πλούτο επαρκή για όλους, δεν παράγει ιδέες και καινοτομίες.
2. Η «προώθηση και στήριξη της κοινωνικής οικονομίας ως έκφραση της συλλογικότητας κατ΄ αντιδιαστολή τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας» είναι έκφραση γενικόλογη και εκτός πραγματικότητας. Η κοινωνική οικονομία ως γνωστό έχει προϋπόθεση μια ανθούσα οικονομία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως και ένα κράτος με λειτουργίες υψηλού επιπέδου. Αλλωστε δεν υπάρχουν ακόμα σπουδαία παραδείγματα ορισμού και εφαρμογής της κοινωνικής οικονομίας πουθενά στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.
3. Το ΠαΣοΚ δεν είναι «κίνημα έκφρασης και στήριξης των μη προνομιούχων Ελλήνων, μόνον». Είναι ευτυχώς εδώ και πολύ καιρό και κόμμα των μεσαίων στρωμάτων. Χρειάζεται ως εκ τούτου σοβαρή επεξεργασία η άποψη ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα και κόμμα των φτωχών και των αδυνάτων.
4. Η «μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών» είναι ένα ζητούμενο που δεν υπάρχει πλέον στις διεκδικήσεις των συνδικάτων των χωρών της ΕΕ. Δυστυχώς ή ευτυχώς, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο σε πολλές χώρες όπως στη Γερμανία, όπου αυξάνεται ο χρόνος εργασίας χωρίς αύξηση των αποδοχών με τη σύμφωνη γνώμη και των συνδικάτων.
5. Η «διασφάλιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα των μετοχοποιημένων επιχειρήσεων του Δημοσίου» είναι μια άλλη υπερ-απλούστευση η οποία οδηγεί ευθέως στην εποχή της λησμονημένης κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα. Προτείνεται η επάνοδος της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και των ΕΛΛΠΕ εκεί που ήταν το 1981 ή το 1991; Δεν αναγνωρίζεται τουλάχιστον ότι οι επιχειρήσεις αυτές εξελίχθηκαν και υπήρξαν, με το σωστό management, το στολίδι και το χρυσάφι της ελληνικής οικονομίας;
6. Η «θεσμική συμμετοχή όλων των μεγάλων κοινωνικών και παραγωγικών εκπροσωπήσεων στα κεντρικά όργανα του κόμματος» είναι μία ακόμη από τις πολλές και επικίνδυνες υπερ-απλουστεύσεις. Οταν είναι γνωστό ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει σαφής διάκριση των κομματικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών ρόλων, δεν είναι καιρός η διάκριση αυτή να γίνει πραγματικότητα και στην Ελλάδα; Επιτρέπεται σε μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η δική μας, να ταυτίζεται η συνδικαλιστική με την πολιτική ηγεσία; Θέλουν οι συνδικαλιστές ένα κόμμα δικό τους; 7. Τελευταίο και εξόχως απλουστευτικό: «Η ανάκαμψη των ψήφων προς τη ΝΔ δεν θα προέλθει από τη σύγκριση ικανότητας διαχείρισης ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ και τις παρελθούσες κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ». Είναι εντυπωσιακό ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην Ελλάδα έχουν τόσο απαξιωτική άποψη για τα θέματα της διαχείρισης, δηλαδή της μεγάλης τέχνης του management. Στο πλαίσιο της οποίας οι εργαζόμενοι, που εκπροσωπούνται από τους συνδικαλιστές, ξοδεύουν τον ιδρώτα και τη ζωή τους. Οταν το ζητούμενο μάλιστα σήμερα από τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις όλου του κόσμου είναι πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα καλύτερο και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα με τα ίδια οικονομικά και παραγωγικά μέσα. Η άποψη αυτή φαντάζει περισσότερο απλουστευτική όταν η έννοια της διαχείρισης χρησιμοποιείται για να υποτιμήσει τα πεπραγμένα του ΠαΣοΚ μετά το 1993 και ιδιαιτέρως μετά το 1996, περίοδο της μεγάλης ωριμότητάς του, στη διάρκεια της οποίας ως γνωστό, η διαχείριση ήταν επιτυχής. Υπήρχαν και ιδέες, πολλές και πρωτότυπες, αλλά η «αριστερή πολιτική» δεν τις χρειάζεται και τις απορρίπτει κατηγορηματικά.
Οι διαφορές μιας αριστερής ή λιγότερο αριστερής πρότασης δεν έχουν στην εποχή μας μεγάλη σημασία, όταν το οικοδόμημα των συλλογισμών και της τεκμηρίωσης είναι φορτωμένο με προκαταλήψεις και υπερ-απλουστεύσεις όπως η ακόλουθη: «Δεν συζητήσαμε το 2000 για την οριακή νίκη ενώ όλοι ψιθυρίζαμε ότι ισοδυναμούσε με ήττα ή ότι ήταν το προανάκρουσμα μιας ήττας που ήρθε το 2004 και ολοκληρώθηκε το 2007». Είναι φανερό όμως ότι το 2000 και το 2004 η συζήτηση θα γινόταν πάλι με απλουστευτικούς όρους, οι οποίοι είναι απαραίτητοι στη διατύπωση «αριστερών προτάσεων» αλλά δεν είναι χρήσιμοι στην αναζήτηση της αλήθειας και στη διαμόρφωση ρεαλιστικής πολιτικής για την κοινωνία και τον κόσμο.
Ο κ. Δ. Β. Παπούλιας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών με καταγωγή από το Ψάρι Γορτυνίας.
*Απόκομμα από ΤΟ ΒΗΜΑ - Σάββατο 3/11/2007
Είναι πάντως ιδιαιτέρως ατυχές ότι στην πρόσφατη εσωτερική αντιπαράθεση στο ΠαΣοΚ προτιμήθηκε αποκλειστικά η πρώτη.
Παράδειγμα υπεραπλούστευσης εννοιών και προτάσεων αποτελεί το κείμενο των πέντε διακεκριμένων συνδικαλιστών του ΠαΣοΚ το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας πρόσφατα (16.10.07). Οπως και μέρος της δημόσιας συζήτησης των επίδοξων προέδρων του ΠαΣοΚ και των επιτελείων τους. Η αγωνία διατύπωσης μιας «αριστερής πρότασης» οδήγησε στην απαρίθμηση υπερβολικά απλουστευτικών προτάσεων, οι οποίες δεν είναι αριστερές γιατί δεν είναι πραγματικές, ουσιαστικές και τοποθετημένες στα σύγχρονα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα. Δεν μπορούν ως εκ τούτου να υλοποιηθούν. Είμαστε ευτυχώς ως χώρα της ΕΕ σε κάπως προχωρημένο στάδιο κοινωνικού πολιτισμού και έτσι οι υποσχέσεις, η παροχολογία και τα συνθήματα για μη προνομιούχους Ελληνες και κοινωνικό ΠαΣοΚ δεν πείθουν, δεν μπορούν να συγκινήσουν και να προσελκύσουν. Οι λόγοι είναι πολλοί, πασίγνωστοι και προκύπτουν εμμέσως από τους παρακάτω ενδεικτικούς συλλογισμούς:
1. Η «διανομή και αναδιανομή του πλούτου» έχει μια βασική και θεμελιώδη προϋπόθεση: την παραγωγή και τη δημιουργία του πλούτου. Η θέση μας στην ΕΕ επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία και προσαρμογή σε κανόνες που δεν ίσχυαν στο παρελθόν. Είναι βασική προϋπόθεση για όποιον υπόσχεται σήμερα διανομή, αναδιανομή και φορολόγηση του πλούτου να αποδείξει ότι αυτός ο πλούτος υπάρχει. Να τεκμηριώσει πώς θα ενεργοποιηθούν στην πράξη οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια χώρα η οποία φθίνει οικονομικά, δεν παράγει πλούτο επαρκή για όλους, δεν παράγει ιδέες και καινοτομίες.
2. Η «προώθηση και στήριξη της κοινωνικής οικονομίας ως έκφραση της συλλογικότητας κατ΄ αντιδιαστολή τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας» είναι έκφραση γενικόλογη και εκτός πραγματικότητας. Η κοινωνική οικονομία ως γνωστό έχει προϋπόθεση μια ανθούσα οικονομία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως και ένα κράτος με λειτουργίες υψηλού επιπέδου. Αλλωστε δεν υπάρχουν ακόμα σπουδαία παραδείγματα ορισμού και εφαρμογής της κοινωνικής οικονομίας πουθενά στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.
3. Το ΠαΣοΚ δεν είναι «κίνημα έκφρασης και στήριξης των μη προνομιούχων Ελλήνων, μόνον». Είναι ευτυχώς εδώ και πολύ καιρό και κόμμα των μεσαίων στρωμάτων. Χρειάζεται ως εκ τούτου σοβαρή επεξεργασία η άποψη ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα και κόμμα των φτωχών και των αδυνάτων.
4. Η «μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών» είναι ένα ζητούμενο που δεν υπάρχει πλέον στις διεκδικήσεις των συνδικάτων των χωρών της ΕΕ. Δυστυχώς ή ευτυχώς, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο σε πολλές χώρες όπως στη Γερμανία, όπου αυξάνεται ο χρόνος εργασίας χωρίς αύξηση των αποδοχών με τη σύμφωνη γνώμη και των συνδικάτων.
5. Η «διασφάλιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα των μετοχοποιημένων επιχειρήσεων του Δημοσίου» είναι μια άλλη υπερ-απλούστευση η οποία οδηγεί ευθέως στην εποχή της λησμονημένης κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα. Προτείνεται η επάνοδος της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και των ΕΛΛΠΕ εκεί που ήταν το 1981 ή το 1991; Δεν αναγνωρίζεται τουλάχιστον ότι οι επιχειρήσεις αυτές εξελίχθηκαν και υπήρξαν, με το σωστό management, το στολίδι και το χρυσάφι της ελληνικής οικονομίας;
6. Η «θεσμική συμμετοχή όλων των μεγάλων κοινωνικών και παραγωγικών εκπροσωπήσεων στα κεντρικά όργανα του κόμματος» είναι μία ακόμη από τις πολλές και επικίνδυνες υπερ-απλουστεύσεις. Οταν είναι γνωστό ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει σαφής διάκριση των κομματικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών ρόλων, δεν είναι καιρός η διάκριση αυτή να γίνει πραγματικότητα και στην Ελλάδα; Επιτρέπεται σε μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η δική μας, να ταυτίζεται η συνδικαλιστική με την πολιτική ηγεσία; Θέλουν οι συνδικαλιστές ένα κόμμα δικό τους; 7. Τελευταίο και εξόχως απλουστευτικό: «Η ανάκαμψη των ψήφων προς τη ΝΔ δεν θα προέλθει από τη σύγκριση ικανότητας διαχείρισης ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΝΔ και τις παρελθούσες κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ». Είναι εντυπωσιακό ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στην Ελλάδα έχουν τόσο απαξιωτική άποψη για τα θέματα της διαχείρισης, δηλαδή της μεγάλης τέχνης του management. Στο πλαίσιο της οποίας οι εργαζόμενοι, που εκπροσωπούνται από τους συνδικαλιστές, ξοδεύουν τον ιδρώτα και τη ζωή τους. Οταν το ζητούμενο μάλιστα σήμερα από τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις όλου του κόσμου είναι πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα καλύτερο και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα με τα ίδια οικονομικά και παραγωγικά μέσα. Η άποψη αυτή φαντάζει περισσότερο απλουστευτική όταν η έννοια της διαχείρισης χρησιμοποιείται για να υποτιμήσει τα πεπραγμένα του ΠαΣοΚ μετά το 1993 και ιδιαιτέρως μετά το 1996, περίοδο της μεγάλης ωριμότητάς του, στη διάρκεια της οποίας ως γνωστό, η διαχείριση ήταν επιτυχής. Υπήρχαν και ιδέες, πολλές και πρωτότυπες, αλλά η «αριστερή πολιτική» δεν τις χρειάζεται και τις απορρίπτει κατηγορηματικά.
Οι διαφορές μιας αριστερής ή λιγότερο αριστερής πρότασης δεν έχουν στην εποχή μας μεγάλη σημασία, όταν το οικοδόμημα των συλλογισμών και της τεκμηρίωσης είναι φορτωμένο με προκαταλήψεις και υπερ-απλουστεύσεις όπως η ακόλουθη: «Δεν συζητήσαμε το 2000 για την οριακή νίκη ενώ όλοι ψιθυρίζαμε ότι ισοδυναμούσε με ήττα ή ότι ήταν το προανάκρουσμα μιας ήττας που ήρθε το 2004 και ολοκληρώθηκε το 2007». Είναι φανερό όμως ότι το 2000 και το 2004 η συζήτηση θα γινόταν πάλι με απλουστευτικούς όρους, οι οποίοι είναι απαραίτητοι στη διατύπωση «αριστερών προτάσεων» αλλά δεν είναι χρήσιμοι στην αναζήτηση της αλήθειας και στη διαμόρφωση ρεαλιστικής πολιτικής για την κοινωνία και τον κόσμο.
Ο κ. Δ. Β. Παπούλιας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών με καταγωγή από το Ψάρι Γορτυνίας.
*Απόκομμα από ΤΟ ΒΗΜΑ - Σάββατο 3/11/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου