[ ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΨΗ ]
Εφημερίδες και αγορά
Το δημόσιο αγαθό της πληροφόρησης απέναντι στο κέρδος
Της Ελίζας Παπαδάκη
Κινδυνεύει η ανεξαρτησία του Τύπου; Το ερώτημα τίθεται σε Ευρώπη και Αμερική ολοένα πιο ανησυχητικά τον τελευταίο καιρό. Μεγάλες, ιστορικές εφημερίδες που διακρίνονται στη δημοσιογραφική έρευνα, στην εις βάθος πολύπλευρη ενημέρωση και στη διαμόρφωση γνώμης, αντιμετωπίζουν αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες. Από τους ανταγωνιστές τους, τηλεοπτικά κανάλια και λαϊκίστικα φύλλα, δεν απειλούνται να χάσουν το αναγνωστικό τους κοινό· για το αγαθό που προσφέρουν η ζήτηση, αν και μικρότερη από άλλοτε, παραμένει ικανή. Αυξάνεται όμως το κόστος παραγωγής αυτού του αγαθού, ενώ τα διαφημιστικά τους έσοδα συρρικνώνονται (εδώ, πράγματι, προς όφελος τέτοιων ανταγωνιστών). Οπότε, είτε επειδή τα κέρδη τους δεν ικανοποιούν τους μετόχους, είτε όταν, ακόμα χειρότερα, δεν αποφεύγουν τις ζημίες, είτε, γενικότερα, εφόσον χρειάζονται αύξηση κεφαλαίου, βρίσκονται μπροστά στο ενδεχόμενο αλλαγών στην ιδιοκτησιακή τους σύνθεση. Αλλά έτσι εκτίθενται στο κυρίαρχο φαινόμενο της τελευταίας δεκαπενταετίας: των χρηματοοικονομικών επενδύσεων που επιζητούν το μέγιστο βραχυπρόθεσμο κέρδος. Κάτω από αυτούς τους όρους, η αλλαγή ιδιοκτησίας μπορεί να αλλοιώσει το συγκροτημένο δημοσιογραφικό κριτήριο, εντέλει την ανεξαρτησία των εφημερίδων. Γράφοντας για το πρόβλημα αυτό πριν από τέσσερις εβδομάδες με αφορμή τη διαφαινόμενη μεταπώληση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών της Sueddeutsche Ζeitung, ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας ανέφερε κάποια υπερατλαντικά παραδείγματα: την αποφασισμένη εξαγορά των Los Αngeles Τimes, τον εξαναγκασμό της Βoston Globe να αποσύρει όλους τους ξένους ανταποκριτές της για να περικόψει έξοδα, ανάλογους φόβους στα επιτελεία των Νew Υork Τimes και της Washington Ρost. Και προλαβαίνοντας τις ενστάσεις ρωτούσε: Δεν επιβεβαιώνουν οι υψηλότερες αποδόσεις ότι μέσα από την «εξυγίανση- συρρίκνωση» οι εκδοτικές επιχειρήσεις ικανοποιούν καλύτερα τις επιθυμίες των καταναλωτών τους; Μήπως ασαφείς έννοιες όπως «επαγγελματισμός», «υψηλές απαιτήσεις», «σοβαρότητα», απλώς συγκαλύπτουν μια κηδεμόνευση ενήλικων καταναλωτών που ξέρουν τι θέλουν; Έχει ο Τύπος το δικαίωμα με το πρόσχημα της «ποιότητας» να περιορίζει την ελευθερία επιλογής των αναγνωστών του; Η ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη υπόθεση πίσω από τέτοιες ερωτήσεις, ότι οι πελάτες αποφασίζουν αυτόνομα, σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους, στο ειδικό εμπόρευμα «πολιτική και πολιτισμική επικοινωνία» γίνεται παραπλανητική, εξηγούσε. Διότι διαβάζοντας κανείς καθημερινά εφημερίδα μπαίνει σε μια διαδικασία μάθησης: μπορεί να διαμορφώνει νέες προτιμήσεις, πεποιθήσεις, αξιακούς προσανατολισμούς.
«ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
παρέχουν το δημόσιο αγαθό της αξιόπιστης πληροφόρησης από το οποίο εξαρτάται η κοινωνία μας που βασίζεται στη γνώση»
Σ΄ αυτήν την προσφορά στους αναγνώστες ως πολίτες καταξιώνεται η επαγγελματική συνείδηση μιας ανεξάρτητης δημοσιογραφίας και το κύρος του ποιοτικού Τύπου. Όταν η σύνταξη τέτοιων εφημερίδων πιέζεται από νέους επενδυτές με γνώμονα το άμεσο κέρδος σε αναδιοργανώσεις και εξοικονομήσεις που υπονομεύουν τις δημοσιογραφικές προδιαγραφές, τότε η πολιτική δημόσια σφαίρα πλήττεται στην καρδιά της, επισημαίνει ο Χάμπερμας. Χωρίς τη ροή πληροφοριών που απαιτούν εξαντλητική έρευνα, και χωρίς τα ζωντανά επιχειρήματα που πηγάζουν από δαπανηρή γνώση, η δημόσια επικοινωνία χάνει τη διαλεκτική της δύναμη. Αντίσταση στις λαϊκίστικες τάσεις δεν προβάλλεται και η αναγκαία στο δημοκρατικό κράτος δικαίου λειτουργία της δημοσιότητας δεν εκπληρώνεται, συνάγει, για να αναδείξει τη δημόσια ευθύνη για τη στήριξή της. Αν από τον διανοητή της κριτικής θεωρίας που επί δεκαετίες μελετά την πολιτική επικοινωνία η προσέγγιση αυτή είναι αναμενόμενη, ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραπλήσια τοποθέτηση ενός κορυφαίου αρθρογράφου του οικονομικού φιλελευθερισμού. Τους λόγους γιατί η Wall Street Journal δεν θα πρέπει, όπως κινδυνεύει, να πωληθεί στον μεγιστάνα του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοχ ανέπτυσσε προχθές στους Financial Τimes ο Μάρτιν Γουλφ και κατέληγε: «Οι μεγάλες εφημερίδες είναι κάτι περισσότερο από απλές επιχειρήσεις. Παρέχουν το δημόσιο αγαθό της αξιόπιστης πληροφόρησης, από το οποίο εξαρτάται η κοινωνία μας που βασίζεται στη γνώση. Οι ανταγωνιστικές αγορές δεν είναι καλές στην παροχή δημόσιων αγαθών. Ίσως πολύ σύντομα να ανακαλύψουμε πόσο κακές σ΄ αυτή τη δουλειά μπορούν να είναι οι αγορές». Στη μικρή ελληνική αγορά η κλίμακα είναι πολύ πιο χαμηλή. Αρπακτικοί επενδυτές που αγοράζουν εφημερίδες για να συμπιέσουν το κόστος και να αυξήσουν τα κέρδη περιφρονώντας ποιοτικά κριτήρια δεν έχουν κάνει εδώ ανάλογη εμφάνιση, ούτε σε άλλους κλάδους της οικονομίας άλλωστε. Ωστόσο, η προβληματική του κόστους που απαιτεί η καλή δημοσιογραφία είναι και σε μας παρούσα, όπως και των διόλου αυτονόητα θετικών επιπτώσεων του ανταγωνισμού, αλλά και της σύνδεσης της ποιότητας των εφημερίδων με τη λειτουργία της δημοκρατίας. Ένα επιχείρημα του Χάμπερμας θα άξιζε ιδίως να σκεφτούμε: το διπλό αίτημα για ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτών μαζί με τη διαλογική αντιπαράθεση που περιλαμβάνει και την κριτική εσφαλμένων ισχυρισμών και αξιολογήσεων, ώστε να μπορεί η δημοκρατική διαδικασία να οδηγεί σε λογικά αποτελέσματα. Το επεξηγεί με τη διάκριση ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες «δημόσιες γνώμες» και τη δημοσίευση των κατανομών γνωμών που συλλαμβάνουν οι δημοσκοπήσεις. Οι πρώτες, που έχουν παραχθεί μέσα από συζήτηση και πολεμική, σε όση διαφωνία κι αν βρίσκονται μεταξύ τους, ήδη έχουν φιλτραριστεί από καίριες πληροφορίες και θεμελιώσεις. Ενώ η δημοσκόπηση ανακαλεί μόνο γνώμες υπολανθάνουσες, σε ανεπεξέργαστη κατάσταση ακινησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου